- ἀσθματώδης
- ἀσθματώδηςmasc/fem acc pl (attic epic doric)ἀσθματώδηςmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)ἀσθματώδηςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασθματώδης — (Α ἀσθματώδης [ ους], ες) [άσθμα] ο ασθματικός … Dictionary of Greek
ἀσθματώδει — ἀσθματώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσθματώδης masc/fem/neut dat sg ἀσθματώδεϊ , ἀσθματώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθματῶδες — ἀσθματώδης masc/fem voc sg ἀσθματώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθματώδεις — ἀσθματώδης masc/fem acc pl ἀσθματώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθματώδους — ἀσθματώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσθμα — το (AM ἄσθμα και ἆσθμα) ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα αρχ. μσν. 1. η πνοή, η αναπνοή 2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου) αρχ. 1. το λαχάνιασμα 2. ο επιθανάτιος ρόγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άσθμα < *άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα… … Dictionary of Greek